Ο Καρδιοθραύστης

  Ήταν ένας απλός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Ήταν ο γείτονας της κυρίας που είχε ένα μικρό μαγαζάκι με ρούχα, τακτικός πελάτης. Μία φορά είχε εξυπηρετήσει τον Γιώργο και την Κατερίνα, το ζευγάρι από τον πάνω όροφο, παίρνοντας τον γιο τους από το σχολείο, ευγενικός γείτονας. Δούλευε υπάλληλος σε μια μικρή επιχείρηση και πάντα παρέδιδε τη δουλειά του στην ώρα που έπρεπε, σωστός επαγγελματίας. Κάθε Κυριακή έφευγε και έκανε δύο ώρες ταξίδι για να δει τους γονείς του και να φάνε μαζί, ο καλύτερος γιος. Το μόνο που δεν τον είχε χαρακτηρίσει ποτέ κανείς ήταν καλός σύζυγος ή καλός σύντροφος. Δεν ήταν τίποτα από τα δύο, ποτέ δεν είχε μια σταθερή γυναίκα στη ζωή του.
  Δεν έφταιγε το ότι ήταν άσχημος, ήταν πολύ όμορφος και γοητευτικός. Ψηλός, σχετικά γυμνασμένος με έντονο βλέμμα. Ντυνόταν πολύ όμορφα και φερόταν πάντα ευγενικά. Ούτε έφταιγε ότι δεν ήθελε κάποια δίπλα του. Κατά καιρούς πολλοί έβλεπαν κάποια κοπέλα να μπαίνει ή να βγαίνει στην πολυκατοικία ή τον έβλεπαν έξω να περπατάει χέρι-χέρι με κάποια. Δύο χρόνια πριν είχε σχέση με μια πολύ γλυκιά κοπέλα, πάντα πρόθυμη να βοηθήσει τους γύρω της, ήταν και πολύ όμορφη. Σε όσους την είχε γνωρίσει του έλεγαν πόσο τυχερός ήταν και πως δεν έπρεπε να την αφήσει. Και όμως την άφησε. Γιατί; Γιατί πάντα αυτό έκανε.
 Για αυτόν ήταν σαν παιχνίδι. Ένιωθε σαν γάτα που απέναντί της είχε το ποντίκι. Έβρισκε το επόμενο θύμα του και ξεκινούσε, χωρίς να βιάζεται. "Βήμα πρώτο, καν'την να ενδιαφερθεί για σένα. Βήμα δεύτερο, καν'την να σε ερωτευτεί. Συνέχισε μέχρι να κολλήσει. Θα πάρει χρόνο αλλά έχεις αρκετό. Και μετά, πλήγωσέ την". Μία φίλη ενός παλιού του θύματος τον είχε χαρακτηρίσει βίαιο. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του βίαιο γιατί ποτέ δεν είχε χτυπήσει κάποιον. Μια φορά μόνο, τσακώθηκε όσο ήταν μεθυσμένος. Μία άλλη τον είχε πει δειλό. Ούτε δειλός ήταν, δεν έτρεχε να ξεφύγει από κάτι. Απλά του άρεσε να παίζει. 
  Κάποια στιγμή είχε γνωρίσει μία φωτογράφο, λίγο μικρότερή του. Της έπιασε κουβέντα ένα πρωί που και οι δύο έπιναν μόνοι τους καφέ. Μετά την κέρασε και την κάλεσε να πάνε για ποτό. Της άρεσε το πόσο πρόθυμος ήταν να την ακούσει. Εκείνος δεν ανοιγόταν πολύ, τόσο όσο. Συνέχισαν να βγαίνουν. Αυτή είχε χωρίσει πρόσφατα από μία μακροχρόνια σχέση, θα είναι πιο εύκολο. Ίσως ήταν και ο λόγος που δυσκολευόταν να αφεθεί, δεν ένιωθε έτοιμη για κάτι καινούργιο. Ένα βράδυ την πήγε στο σινεμά και μετά της είπε να έρθει στο σπίτι του. Της έβαλε ένα ποτό και άρχισαν να μιλάνε για ανθρώπινες σχέσεις. Ήξερε πολλά οπότε είχε να της απαντήσει. Σε θεωρητικό επίπεδο αλλά και πάλι, μπορούσε να ακουστεί έμπειρος. Της έβαλε άλλο ένα ποτό και μετά την πήρε στο δωμάτιό του. Ίσως εκεί τον ερωτεύτηκε, μάλλον είχε ξεχάσει πώς είναι να περνάς το βράδυ σου με κάποιον που θα είναι εκεί και το πρωί. Πέρασαν κάποιοι μήνες και η κοπέλα τον είχε ερωτευτεί τρελά. Είχε ξεχάσει το παρελθόν. Κοιτούσε μόνο το παρόν και το κοινό τους μέλλον. Τότε απλά την άφησε για μια άλλη. Και του άρεσε τόσο πολύ. Εκείνο το παγωμένο βλέμμα με το οποίο τον κοιτούσε προσπαθώντας να κρύψει την ερώτηση που την βασάνιζε: Γιατί, τι έκανα λάθος;
  Αυτό το παγωμένο βλέμμα είχαν όλες. Όλες εκτός από μία. Την πρώτη κοπέλα που ανέφερα. Αυτή δεν είχε χρόνο να τον κοιτάξει με αυτό το βλέμμα, κατευθείαν άρχισε να κλαίει. Ίσως ήταν η μόνη φορά που στεναχωρήθηκε λιγάκι. Ήταν καλή κοπέλα και του φερόταν όμορφα. Ήταν η μοναδική στην οποία ανοίχτηκε λίγο παραπάνω. Την έπαιρνε αγκαλιά και της έλεγε για τα παιδικά του όνειρα, μοιράστηκε μαζί της κάποιες παλιές αναμνήσεις-τον πρώτο του έρωτα, τι γκάφες και τις καφρίλες που έκανε με την παρέα του όταν πήγαινε Λύκειο, κάποια οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπισε στο παρελθόν-και εκείνη απλώς τον άκουγε. Της έλεγε για τα καθημερινά του προβλήματα, αυτό δεν το έκανε με καμία άλλη, και εκείνη τον στήριζε. Όσο ήταν μαζί της έχασε τη δουλειά του. Χάρη σ'αυτήν βρήκε την τωρινή του δουλειά, το αφεντικό του είναι παλιός της φίλος. 
  Ένα απόγευμα πήγε μία βόλτα με τα πόδια μετά τη δουλειά. Πέρασε μπροστά από ένα παγκάκι και είδε μια κοπέλα. Δεν ήταν μια οποιαδήποτε κοπέλα, ήταν εκείνη. Η κοπέλα που δεν τον κοίταξε με το παγωμένο βλέμμα αλλά με δάκρυα στα μάτια. Χάζευε στο κινητό της και ήταν όσο όμορφη ήταν όταν την είχε πρωτοδεί. Γύρισε πίσω και στάθηκε μπροστά της. Ίσως ήταν ευκαιρία να παίξει ξανά, μόνο που αυτή τη φορά απλά θα ξανάρχιζε το ίδιο παιχνίδι από εκεί που το άφησε. Σαν να τελείωσε την πρώτη πίστα και τώρα πήγαινε για τη δεύτερη. 
  "Καλησπέρα", είπε σχετικά χαρούμενα. "Με θυμάσαι;". 
  Σήκωσε το βλέμμα της και του χαμογέλασε. Φαινόταν αληθινό χαμόγελο, σαν να χάρηκε όντως που τον είδε. 
  "Γεια σου, φυσικά και σε θυμάμαι. Ξεχνιέσαι εσύ;". Γέλασε λίγο. 
  "Πώς είσαι; Πώς κι από'δω;", τη ρώτησε και κάθισε δίπλα της. 
  "Δουλεύω εδώ κοντά. Μόλις σχόλασα και θα πάω σπίτι. Εσύ πας κάπου;". 
  "Όχι, εγώ έκοβα βόλτες. Θέλεις να πάω να φέρω το αυτοκίνητο και να σε γυρίσω σπίτι;". 
  "Ξέρεις, δεν χρειάζεται". Το χαμόγελό της άλλαξε τώρα. Η χαρά έφυγε και τώρα έμοιαζε σαν να νιώθει κάπως άβολα. "Θα με πάρει ο φίλος μου". 
  Για ένα δευτερόλεπτο το έχασε λίγο. Αν δεν ήξερε τον εαυτό του θα έλεγε πως τον πείραξε. Δεν τον πείραξε, απλά ένιωσε πως το παιχνίδι θα δυσκόλευε. Έτσι κι αλλιώς η δεύτερη πίστα είναι πάντα πιο δύσκολη. 
  "Κατάλαβα, δεν πειράζει", απάντησε και ξαναβρήκε το προηγούμενο φιλικό του ύφος. "Ξέρεις σκεφτόμουν κάποια πράγματα τις προάλλες και ήθελα να σου τηλεφωνήσω. Θέλεις να πάμε για έναν καφέ κάποια στιγμή να μιλήσουμε;". 
  "Όχι", του απάντησε με το ίδιο αμήχανο χαμόγελο. 
  "Ναι, έχεις δίκιο". Τώρα φάνηκε κάπως απογοητευμένος αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Την πλησίαζε σαν φίλος. "Να υποθέσω λόγω της σχέσης σου;". 
  "Όχι, απλά δεν θέλω". Γέλασε και σηκώθηκε. "Λοιπόν, πρέπει να φύγω. Αν σε ξαναπετύχω θα μιλήσουμε, δεν πρόλαβα να ρωτήσω εσύ τι κάνεις". 
  Τη χαιρέτησε και αυτή πήγε και ανέβηκε πάνω σε ένα μηχανάκι. Ήταν αρκετά κοντά οπότε άκουσε τι είπαν. 
  "Ποιος είναι αυτός;"
  "Κανένας που αξίζει να ξέρεις".
  Θύμωσε. Θύμωσε με αυτά που άκουσε. Δεν γίνεται ένας άνθρωπος που κάποτε τον αγάπησε τώρα να τον θεωρεί κάποιον που δεν αξίζει ούτε να τον ξέρεις. Βγήκε εκείνο το βράδυ. Έφερε μια κοπέλα που γνώρισε στο σπίτι. Το έκανε και το επόμενο βράδυ. Το έκανε κάθε βράδυ για μια βδομάδα. Όλες του είχαν αφήσει τηλέφωνο αλλά δεν ήθελε να πάρει. Δεν ήθελε να αρχίσει καινούργιο παιχνίδι, ήθελε να τελειώσει το παλιό. Με αυτές απλά έβγαζε το άχτι του. Ήταν όμως κάτι που δεν έκανε ποτέ. Ποτέ δεν πήγαινε με άσχετες, εκτός και αν είχε σκοπό να τις κάνει σχετικές. Γιατί το έκανε αυτό; Ένας πληγωμένος εγωισμός ήταν αρκετός για να ξεχάσει ποιος είναι; 
  Ένα βράδυ καθόταν στον καναπέ του, ήταν κι ένας φίλος του εκεί. Είχε πιει λίγο. Πήρε το τηλέφωνό του και αποφάσισε να επικοινωνήσει μαζί της. Θα το κυνηγούσε. Θα την έπειθε ότι αξίζει και πως πρέπει να το δουν πάλι από την αρχή. 
  Χτύπησε μία φορά. Δύο. Τρεις. Το έκλεισε μόνος του. Παλιά σήκωνε το τηλέφωνο πριν καν χτυπήσει δεύτερη φορά. 
  "Την αγαπάς ακόμα, ε;", ρώτησε ο φίλος του. 
  Όχι, φυσικά και όχι. Δεν αγάπησε ποτέ καμία. Ήταν απλώς ένα παιχνίδι που ήθελε να τερματίσει. Του άρεσε απλά να ραγίζει καρδιές. Για αυτό και αποκαλούσε τον εαυτό του Ο Καρδιοθραύστης. Βιάστηκε όμως να το κλείσει. Τώρα στο ιστορικό του έγραφε "Μία κλήση προς τον αριθμό. Η κλήση απαντήθηκε".



Comments

Popular posts from this blog

Μην φοβάσαι να ονειρεύεσαι

Νέος χρόνος, νέο εγώ.